- παραναγινώσκω
- V 0-0-0-0-2=2 2 Mc 8,23; 3 Mc 1,12to read publicly [τι]
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
παραναγινώσκω — παραναγιγνώσκω read beside pres subj act 1st sg (ionic) παραναγιγνώσκω read beside pres ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραναγιγνώσκω — και παραναγινώσκω Α [αναγιγνώσκω] 1. συγκρίνω, παραβάλλω δύο έγγραφα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες και διαφορές 2. διαβάζω πάρα πολύ («παραναγινώσκειν τὰ τῶν ἄλλων Στωϊκῶν βιβλία», Γαλ.) 3. αναγιγνώσκω κάτι μπροστά σε κοινό,… … Dictionary of Greek